- πειρατικός
- -ή, -ό / πειρατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πειρατής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία»)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικότο πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο2. φρ. «πειρατικός σταθμός» — ραδιοφωνικός σταθμός ο οποίος λειτουργεί κρυφά και παράνομα, χωρίς άδεια τής αρμόδιας υπηρεσίας τού κράτους που εποπτεύει τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και καθορίζει το μήκος κύματος στο οποίο εκπέμπουναρχ.1. ο κατάλληλος για πειρατεία («εὔρωστος τὸ σῶμα καὶ φύσει πειρατικός», Αχιλλ. Τάτ.)2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πειρατικόντο σύνολο τών πειρατών, οι πειρατές3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πειρατικάσυμμορία πειρατών.επίρρ...πειρατικά / πειρατικῶς ΝΑμε τρόπο πειρατικόαρχ.πειραστικῶς*, δοκιμαστικά.
Dictionary of Greek. 2013.